- γεγενημένην
- γίγνομαιcome into a new state of beingperf part mp fem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
бывъшии — (16) прич. действ. прош. В роли пр. Занимавший в прошлом какое л. положение и утративший его: [И]же бракомь совокоуплѩющисѩ. или инако плоть||скы. и сочтающѩсѩ... ли сн҃вь съ бывшею женою стръ˫а своѥго. ли стрыи. съ бывшею женою сестрiчища своего … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επισημαίνω — (AM ἐπισημαίνω) νεοελλ. 1. σημειώνω, σημαδεύω κάτι, τό μαρκάρω για να μπορώ να τό αναγνωρίζω 2. τονίζω ιδιαιτέρως κάτι, υποδεικνύω με έμφαση 3. ναυτ. υποδεικνύω ένα επικίνδυνο σημείο στους ναυτιλλομένους τοποθετώντας σημαντήρα ή πάσσαλο κ.λπ. ως… … Dictionary of Greek
σύμμιγμα — το, ΝΑ, και σύμμειγμα Ν το μίγμα («ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek